καταχερός

καταχερός
καταχερός (Μ)
επίρρ. τελείως, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκφορά κατὰ χειρός, πιθ. και με σημασιολογική επίδραση τού ολοσχερώς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάχερα — και κατάχερι (Μ) επίρρ. 1. στην αρχή 2. (με άρνηση) μόλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χέρι, με επίδραση τών επιρρ. σε α ή πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *κατάχερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”